- πατέω
- + V 1-1-11-4-2=19 Dt 11,24; JgsB 9,27; Is 1,12; 16,10; 25,10to set foot on, to walk on [τι] Jb 28,8; id. [ἐπί τι] Am 2,7; to tread (grapes) [τι] JgsB 9,27; to trample[τινα] Is 26,6πάντα τὸν τόπον, οὗ ἐὰν πατήσῃ τὸ ἴχνος τοῦ ποδὸς ὑμῶν each place on which you set your foot Dt 11,24→NIDNTT; TWNT(→ἐμπεριπατέω, καταπατέω, περιπατέω, συμπατέω,,)
Lust (λαγνεία). 2014.